αγριότοπος

αγριότοπος
ο
1. τόπος ακαλλιέργητος: Αυτούς τους αγριότοπους σιγά σιγά τους έκαναν θαυμάσια χωράφια.
2. τόπος ερημικός, που τρομάζει κανείς να μείνει: Σ' αυτόν τον αγριότοπο δεν είναι δυνατό να ζήσουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγριότοπος — ο και αγριοτόπι, το τόπος άγριος, τραχύς, και ερημικός …   Dictionary of Greek

  • αγριοτοπία — ἀγριοτοπία, η (Μ) ο αγριότοπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριο + ουσ. τόπος + κατάλ. ία, ίσιος με επίδραση τού ουσ. τοποθεσία] …   Dictionary of Greek

  • αγριοτόπι — το ο αγριότοπος* …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”