- αγριότοπος
- ο1. τόπος ακαλλιέργητος: Αυτούς τους αγριότοπους σιγά σιγά τους έκαναν θαυμάσια χωράφια.2. τόπος ερημικός, που τρομάζει κανείς να μείνει: Σ' αυτόν τον αγριότοπο δεν είναι δυνατό να ζήσουμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.